- αλυσίδα
- Σύνολο από αλληλένδετους μεταλλικούς κρίκους, που σχηματίζουν ένα όργανο ανθεκτικό στην έλξη. Χρησιμοποιείται κυρίως για την ανύψωση φορτίων, για τη μετάδοση της κίνησης και για την αγκυροβόληση πλοίων. Οι κρίκοι μπορούν να κατασκευαστούν από χάλυβα κυκλικής διατομής, από τη διάμετρο του οποίου εξαρτάται η δύναμη έλξης που μπορεί να ασκήσει η α. Ανάλογα με τη χρήση για την οποία προορίζονται και τον τρόπο κατασκευής τους, οι α. διακρίνονται σε πολλούς τύπους. Σε μερικές περιπτώσεις, οι α. έχουν κρίκους με εγκάρσιο σύνδεσμο, που τους εμποδίζει να μπερδεύονται και είναι επιπλέον κατασκευασμένες με ιδιαίτερη προσοχή (υποβάλλονται σε έλεγχο διαμέτρου) για να μπορούν να εφαρμόζουν σε τύμπανα που έχουν κατάλληλες αυλακώσεις. Για παράδειγμα, υποβάλλονται σε έλεγχο διαμέτρου οι α. που χρησιμοποιούνται για την αγκυροβόληση πλοίων. Ιδιαίτερα ανθεκτικές στην έλξη είναι οι αρθρωτές α., που αποτελούνται από μια σειρά διαδοχικούς πείρους, των οποίων τα άκρα προσαρμόζονται σε δύο σειρές από διάτρητα ελάσματα. Σε αυτόν τον τύπο ανήκει η α. Γκαλ που χρησιμοποιείται στα βαρούλκα για φορτία μέχρι 10 τόνων. Πάντοτε αρθρωτές είναι οι α. που χρησιμοποιούνται για τη μετάδοση κίνησης· σε αυτές οι πείροι απέχουν κάπως ο ένας από τον άλλο και περιβάλλονται από κυλινδρίσκους για να προσαρμόζονται ευκολότερα στους οδοντωτούς τροχούς. Στον ίδιο τύπο ανήκει η α. των ποδηλάτων. Για να ελαττώνεται ο θόρυβος τον οποίο προκαλεί το κύλισμα των ελασμάτων πάνω στους οδοντωτούς τροχούς, τα ελάσματα μπορεί να έχουν κατασκευαστεί έτσι που να εμφανίζουν προεξοχές· αυτές ενεργούν σαν δόντια που εφαρμόζουν στις αντίστοιχες τροχαλίες. Υπάρχουν και άλλοι τύποι α. όπου κρίκοι ειδικής κατασκευής γαντζώνουν o ένας στον άλλο. Οι α. αυτού του τύπου λέγονται λυόμενες και χρησιμοποιούνται σε ελαφρούς ανυψωτήρες για περιορισμένες καταπονήσεις.
Τύποι αλυσίδας: 1. Απλή με χαλύβδινους κρίκους. 2. Βαριά αρθρωτή, όπως φαίνεται από πάνω και από τα πλάγια· αποτελείται από κυλινδρικούς πείρους που συνδέονται μεταξύ τους με διάτρητα ελάσματα. 3. Ελαφριά αρθρωτή.
* * *η1. σειρά από κρίκους που συνδέονται μεταξύ τους σε συνεχές και εύκαμπτο σύνολο2. η λ. ως γυναικείο κόσμημα και γενικά ως πολύτιμο εξάρτημα διαφόρων αντικειμένων3. συνεχής ακολουθία ομοιόσχημων ή ομοειδών πραγμάτων ή καταστάσεων4. δέσμευση, δεσμά, καταδίκη, φυλακή5. είδος κεντήματος και βελονιάς που μοιάζουν στο σχήμα με αλυσίδα6. φρ. «είναι για τις αλυσίδες», είναι τρελός για δέσιμο«ούτε με αλυσίδες δεν κρατιέται», είναι πολύ ορμητικός και παράφορος«ρίχνω κάποιον στις αλυσίδες», φυλακίζω.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αλυσίδα, που παράγεται ετυμολογικά από τον τ. αλυσίδι*, είναι αυτή που επικράτησε τελικά στη Ν. Ελληνική. Αντίθετα προς ό,τι συνέβη με τα περισσότερα από τα λεγόμενα τριτόκλιτα, ο τ. άλυση από το αρχ. ἄλυσις (πρβλ. λύση-λύσις, ένωση-ἕνωσις κ.τ.ό.) υποκαταστάθηκε από τον νεόπλαστο τ. αλυσίδα. Ομοίως δεν επικράτησε και ο τ. ἅλυσος* (ο και η), που ξεκίνησε ως μεγεθυντικό τού άλυση.ΠΑΡ. μσν.-νεοελλ. αλυσιδώνεοελλ.αλυσιδάρα, αλυσιδίτσα.ΣΥΝΘ. αλυσιδοπλεγμένος].
Dictionary of Greek. 2013.